- συγκρουστικός
- συγ-κρουστικός, ή, όν,A of or for
σύγκρουσις 111
, Arg.D.19.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σύγκρουσις 111
, Arg.D.19.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκρουστικός — ή, όν, Α [συγκρούω] (ρητ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σύγκρουση … Dictionary of Greek
συγκρουστικόν — συγκρουστικός of masc acc sg συγκρουστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρουστικοῦ — συγκρουστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρουστικούς — συγκρουστικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγκρουστικῶς — συγκρουστικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)